- πείθεται
- πείθωpersuadepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CENTAURI — Thelsaliae populi secus Pelion montem habitantes, qui primi equos domare, et er iis pugnare coeperunt: quô factum est, ut a vicinis populis primum conspecti, membra partim humana, partim equina habuisse crederentur. Vide Plin. l. 7. c. 56. De… … Hofmann J. Lexicon universale
HELENA — I. HELENA Adiabenorum Regina, tempore famis ab Agabo praedictae, Hierosolymae incolis multum annonae summisit. Cum fil. Izate Iudaismum amplexa, secundum Ioseph. Antiq. l. 20. c. 2. secundum Orosium vero, Christianismum, l. 7. c. 6. Euseb. Hist.… … Hofmann J. Lexicon universale
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί … Dictionary of Greek
δυσκατάπειστος — η, ο αυτός που πείθεται δύσκολα, ο ισχυρογνώμων … Dictionary of Greek
δυσπαράβουλος — δυσπαράβουλος, ον (Α) αυτός που δύσκολα πείθεται … Dictionary of Greek
δυσπειθής — ές (AM δυσπειθής, ές) 1. αυτός που πείθεται δύσκολα 2. ανυπότακτος, δυσήνιος αρχ. δύσπιστος … Dictionary of Greek
επιβατός — ἐπιβατός, ή, όν και ός, όν (Α) [επιβαίνω] 1. προσιτός («ἐπιβατὴν τὴν Κελτικὴν ποιῆσαι») 2. λείος, ομαλός 3. αυτός που πείθεται με δώρα 4. φρ. «παίων ἐπιβατός» μετρικός πους που αποτελούνταν από πέντε μακρόχρονες συλλαβές … Dictionary of Greek
ετοιμοπειθής — ἑτοιμοπειθής, ές (ΑΜ) αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] … Dictionary of Greek
ευάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐάγωγος, ον) αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής νεοελλ. 1. αυτός που πείθεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή 3.… … Dictionary of Greek